χαιρετισμος

χαιρετισμος
    χαιρετισμός
     обращение с приветствием Polyb., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χαιρετισμος" в других словарях:

  • χαιρετισμός — greeting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρετισμός — ο, ΝΜΑ [χαιρετίζω] 1. το να προσφωνεί κανείς κάποιον που συναντά με τις λέξεις χαίρε, χαίρετε ή άλλη σχετική 2. απόδοση καθιερωμένων τιμών σε κάποιον ή σε κάτι (α. «ο χαιρετισμός τής σημαίας» β. «ὁ τῶν ἀπὸ Συρίας ἐρχομένων πρέσβεων πρὸς τὸν… …   Dictionary of Greek

  • χαιρετισμός — ο 1. η ενέργεια του χαιρετίζω, χαιρέτισμα. 2. απόδοση τιμών στη σημαία κ.ά. 3. στον πληθ., οι Χαιρετισμοί σειρά εκκλησιαστικών ύμνων που ψέλνονται προς τιμή της Θεοτόκου και αρχίζουν με τη λέξη «χαίρε» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαιρετισμοί — χαιρετισμός greeting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρετισμοῦ — χαιρετισμός greeting masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρετισμούς — χαιρετισμός greeting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρετισμῶν — χαιρετισμός greeting masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρετισμόν — χαιρετισμός greeting masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπασμός — ο (AM ἀσπασμός) [ασπάζομαι] 1. το φίλημα 2. ο χαιρετισμός μσν. νεοελλ. 1. ο ύστατος χαιρετισμός, ο «τελευταίος ασπασμός» προς νεκρό 2. ο εναγκαλισμός των συλλειτουργούντων κληρικών κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας νεοελλ. 1. το φίλημα, η… …   Dictionary of Greek

  • καλημέρα — (Μ καλημέρα) 1. επιφών. χαιρετισμού 2. ως ουσ. η καλημέρα ο χαιρετισμός με το επιφών. ευχής «καλημέρα» 3. (γενικά) χαιρετισμός, κοινωνική σχέση και γνωριμία («δεν θέλω ούτε την καλημέρα σου»). [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή… …   Dictionary of Greek

  • προσκύνηση — η / προσκύνησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσκυνῶ] 1. η ενέργεια τού προσκυνώ, η εκδήλωση ευλαβούς λατρείας και τιμής, ιδίως προς το θείο («η προσκύνηση τών Μάγων») 2. εκδήλωση πιστής υποταγής σε πρόσωπο («τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐλευθερωτάτους προσαναγκάσεις ἐς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»